«Δεν μπορώ να βρω ησυχία

που την ψυχή μου κτήμα έχει!

Δεν μπορώ στην ηρεμία!!

Διαρκώς να προχωράω πρέπει!!!»

Karl Marx....

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Το κακόηθες μελάνωμα






Του Άλκη Αλκαίου

Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα
και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη.
Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα
καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά,
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Τα ναύλα μου πώς ν' αγοράσω
τώρα που απόμεινα στον άσσο.

Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις
μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη.
Οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις
παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά,
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Απόψε πρέπει να προφτάσω
γιατί αύριο θε να σε χάσω.

Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν
και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη.
Σ' αυτή την άσπρη πρέσα δε γλιτώνουν
διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Τα ναύλα μου δε θα αγοράσω
γιατί απόμεινα στον άσσο.

Μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις
το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι
οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα φτάνουν φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Κι εγώ απόψε θα σε χάσω
και αύριο θα σε ξεχάσω.
...........................................................
















Πρωινή ή βραδινή σερενάτα

Του Άλκη Αλκαίου


Κάθε που πίνω απ’ την πηγή σου
κάτι μου καίει τον ουρανίσκο
ψάχνω στο φως μα δε σε βρίσκω
μες στην αδιάκοπη ροή σου.

Δεν έπρεπε να ’σουν βροχή
μόνο της φυλακής μου ο τοίχος
κι είναι παράταιρη εποχή
να βρει το δίκιο του ένας στίχος.

Στου κόσμου τις στοές χαμένη
μετράς τις πένθιμες βραγιές του
να ’σαι κορίτσι του Ηφαίστου
η στάχτη από φωτιά σβησμένη.

Δεν έπρεπε να ’σουν φωτιά
μόνο ένα κρίνο του πελάγου
να σ’ αποκλείσω στη στεριά
με μοχθηρία αρχαίου μάγου.

Τώρα τα γυάλινά σου μάτια
έχουν μιαν αίσθηση απορίας
σπασμένη σε μικρά κομμάτια
σαν κρύσταλλο άγριο της Τσεχίας.

Δεν έπρεπε να ’σουν ζωή
μόνο μια πεταλούδα χιόνι
να μου σκεπάζει την ψυχή
κι από το κρύο της να μη λιώνει.
 ...........................................




Η μπαλάντα ενός φιλήσυχου

Του Άλκη Αλκαίου


Πώς να κοπάσει ετούτη η τρικυμία
τα κύματά της με καταζητούνε
φορούν οι φίλοι πορφυρό μανδύα
με ρούμι οι βοριάδες με κερνούνε

Στον όλμο εκεί υπνοβάτης βλαστημάει
και τρώει ένα κουκούρι σκεφτικός
έφυγε απ’ την καρδιά μου ο πανικός
και γελαστός την πόρτα μου χτυπάει

Άλογο ατίθασο μακριά με φέρνει
στων κυνηγών του χρόνου την αυλή
ο πυρετός τους την ζωή μου παίρνει
και τ’ άλογό μου τρέπει σε φυγή

Η τρικυμία ποτέ δε θα σβηστεί
για μιαν ανεξιχνίαστην αιτία
καρφώθηκα σε όμορφη εξορία
το πέλαγο καρφί μου και σφυρί




«πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι
μ’ ένα τραγούδι χαρωπό,…
που λέει στο γλυκό του το σκοπό:
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει,..»  




Για μια Σεμνή Παραίτηση



Στον ποιητή  Άλκη Αλκαίο



Μια μυστική καταπακτή ντυμένη τ’ Άγια λόγια
για Μάτια πρόστυχα, για Νεράιδες κι άπιστες Σειρήνες
Κι ένας καημός βαθύς
που όλους, μας έχει κάψει
Κι εσύ σάρκα του δίνεις, κάθε τόσο και οστά
Με αίμα τον ντύνεις,
ανοιξιάτικο μεσοφόρι της Ντολόρες του φοράς
Κι ένας αναστεναγμός αγαλλίασης, Δικός σου
σαν από μέσα μας  να είχε βγει
κι οι Νεράιδες  οι Σειρήνες πάντα εκεί
παγίδα έτοιμες να υφάνουν με χρώματα  κι αρώματα
με πλουμιστά μπαχάρια
φτηνό σαπούνι μπαμπέσικα να στολιστούν
καπνό πλημμύρα στα μάτια να φυσήξουν
κι η Απάτη,
ο Χρόνος
η χαμένη μας  Πυξίδα…

Κάθε φορά που σε βρίσκουμε Αναποδογυρίζονται όλα…
και πάλι απ’ την αρχή
Να «βυζαίνουμε από το φαγωμένο στήθος
της κοοπερατίβας μας»
τ’ αλμυρό γάλα της συγχώρεσης,
Αχόρταγα να τρώμε
το ταπεινό ψωμί της θύμησης
και τους χυμούς της Άρνησης
Απ’ τα χέρια σου, άδολα να κοινωνούμε,

Κι η γλυκιά απεραντοσύνη της θάλασσας
Της υγρής Έκτασης του Καββαδία
Λάγνα να μας  κανακεύει
και μ’ ένα ψέμα ακόμα να ντύνει, κάθε νυχτιά
την ψύχρα της σιωπής

Κι ο δρόμος που δεν θα πάρουμε Εκεί, απέναντι
χαιρέκακα να μας γνέφει, πίκρα ανείπωτη

Και Το παρθενικό ταξίδι μας Το μακρινό, τ’ αμόλυντο
Που γεράσαμε, φεύγουμε,…κι ακόμα δεν ήρθε

Και το δάκρυ στην αποβάθρα
για το Αύριο
Το μεγάλο μας κόκκινο Αύριο
που πάλι μας άφησε ξέμπαρκους και μόνους

Κι ο Άνεμος που τόσο τον τραγούδησες
Χωρίς ποτέ, να τον αφήσεις να σε πλανέψει
Δεν φύσηξε. Κι αυτός εναντιώθηκε
παρ’ όλες τις παιδιάστικες απειλές μας
Και τ’ άφησε όλα πίσω, ακίνητα
σε μια μετριοφροσύνη του φόβου και της δειλίας
Κι οι ώρες οι αργόσυρτες…

Κι η Άγνωστη φωτιά

Άλκη, ένα όνειρο σου χρωστάω
Κάθε φορά που το πρόσωπο απέστρεψα στο χθες
Ήσουν εκεί, χωρίς ποτέ δόλο, τίποτα να ζητήσεις
μας  έδινες πιοτό, φερμένο από τις κοιλάδες της Χιλής
φυλαγμένο χρόνια στα σκοτεινά κελάρια της Μαρίας Αντωνίας

Άλκη,
Δεν ξέρω σε ποιο Όνειρο, κλεισμένος φεύγεις πέρα;
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια σε ποια πηγάδια μέσα
ξανά την λάμψη σου, την αργυρή θα βρω
πόσες φορές ακόμα θα κοινωνήσω
την Άγνωστη φωτιά που σ’ έχει Δεσμώτη

Μια άσημη ζωή κι ένα Χαμόγελο σου επιστέφω
ένα μεγάλο ευχαριστώ Από τα χρόνια τα παλιά
στου Εμπάργκο τη χρονιά
Μορφή καθάρια, δωρική,
παλιομοδίτικη Ερωτική

παλιά φωτογραφία,…

Κι ο προφητικός κι αδικαίωτος Φλεβάρης
Κι η Άσπρη πρέσα
που μόνο ο χρόνος σου, γλιτώνει
Και της γοργόνας σου, το αιώνιο φτερό
να μας απογειώνει
κάθε τόσο για τα Μπάρκα τα μεγάλα
κάθε τόσο για τα κατάψυχα, τα ταπεινά

Για τη Μοίρα την πανάρχαια
που ξέπλεκα έχει τώρα τα μαλλιά
Μα δεμένους πισθάγκωνα κρατά
τους αιώνιους έφηβους εραστές της…

Άλκη, ένα όνειρο σου χρωστάω
Για μια σεμνή παραίτηση, γεμάτη μεγαλείο
Και μια άρνηση
στην ματαιοδοξία της εφήμερης στιγμής…



Θα τα ξαναπούμε,…

……………………………………………………………………………..


το ιστορικό σύμπαν του Άλκη Αλκαίου,.... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«…τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν,…»