«Δεν μπορώ να βρω ησυχία

που την ψυχή μου κτήμα έχει!

Δεν μπορώ στην ηρεμία!!

Διαρκώς να προχωράω πρέπει!!!»

Karl Marx....

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Υπαπαντή







Περπατούσε μέσα στη βροχή όλη νύχτα.
η αλήθεια σκιά δύο βήματα πιο πίσω…
το προηγούμενο βράδυ είχε σταθεί απέναντι από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και σκορπίζοντας τα μαλλιά του έδωσε τέρμα στην αναμονή
ξημερώνοντας έφτασε κοντά σ’ έναν ελαιώνα
γέρικα δέντρα περιποιημένα τριγύρω κόσμος
όλοι στα μαύρα
κοφίνια γεμάτα άρτους πασπαλισμένους με άχνη ζάχαρη και σκεπασμένους με λευκές δαντέλες
το πλήθος ολοένα πύκνωνε
δεν ήξερε κανέναν ­_ τον ήξεραν όλοι
η αλήθεια σκιά πίσω του άλλαζε κουβέντες για τον καιρό και τα καθήκοντα
όλοι συμφωνούσαν με την ορθότητα της πανάρχαιας ακινησίας
και τις ευεργετικές συνέπειες της μούχλας
τα μάτια του στο χώμα
κι όμως έψαχναν μέσα στο άγνωστο πλήθος
θες από συνήθεια θές από ανάγκη
νοσταλγούσε εκείνες τις μικρές βόλτες που γαλήνευαν τις άγριες κλίσεις,…βούρκωνε
κι όμως είχαν όλα σβηστεί_ σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ
ο τοίχος νοτισμένος ξερνούσε όλα τα παλιά ποιήματα
τα’ διώχνε πίσω στο χώμα

ξαφνικά ένοιωσε πυρακτωμένα βλέμματα
συστοιχίες ενωμένων καθηκόντων σκάναραν την όψη
στο θάμπος του σπαθιού του έψαχναν τη στομωμένη κόψη
διερευνούσαν χαιρέκακα πιθανή ανακωχή, μια τακτοποίηση
ήθελαν να ησυχάσουν κι αυτοί
να ξαποστάσει κι η δόλια αλήθεια σκιά
να ξεκάνουν γρήγορα γρήγορα με την υπέρβαση…

ξανθά μαλλιά κομμωτηρίου με γυριστές μπούκλες σφραγισμένες με λακ
φτηνές απομιμήσεις μεσημεριανής μελέτης
τη συνόδευαν
φουσκωμένα κρέατα γυμναστηρίου σχημάτιζαν τοίχος προστασίας
μην ξεφύγει ίχνος μετριότητας κι αναμετρηθεί με την αλήθεια
δίπλα οι πατριαρχικοί πυλώνες
παλιά και νέα πηλίκια σε παράταξη
η αλήθεια σκιά τον χλεύασε
-Την είδες; έκανε κιόλας την αντικατάσταση,… σε λυπάμαι καημένε
εκείνη _ η μετανιωμένη υπέρβαση
δεν καταδέχτηκε στιγμή να χωριστεί από παλιά και νέα συμβόλαια

το ψέμα με την αλήθεια αγκαλιά
στην ίδια τη μεριά

Ήταν Κυριακή
Ο γκρεμός γύρω τον είχε κυκλώσει
Ο τοίχος που ακουμπούσε την πλάτη
νοτισμένος κατέρρεε…
Όλες του οι λέξεις χιλιοφορεμένες

Άρπαξε ένα παλιό χαμόγελο
ένα ανθάκι πρώιμης Άρνησης

Και ελευθερώνοντας όλα του τα στοιχειωμένα ποιήματα
βούτηξε στο κενό….

Ξημέρωνε Κυριακή 2 Φλεβάρη 2014






© 2013 Βασίλης Κουγιουμτσιάδης 





Περπατούσε μέσα στη βροχή όλη νύχτα.
η σκιά δύο βήματα πιο πίσω…

το προηγούμενο βράδυ
είχε σταθεί απέναντι από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα
και σκορπίζοντας τα μαλλιά του
έδωσε τέρμα στην αναμονή

ξημερώνοντας έφτασε κοντά σ’ έναν ελαιώνα
γέρικα δέντρα περιποιημένα
τριγύρω κόσμος _ όλοι στα μαύρα
κοφίνια γεμάτα άρτους πασπαλισμένους με άχνη ζάχαρη και σκεπασμένους με λευκές δαντέλες
το πλήθος ολοένα πύκνωνε
δεν ήξερε κανέναν ­_ τον ήξεραν όλοι
η σκιά πίσω του άλλαζε κουβέντες για τον καιρό
και τα καθήκοντα
όλοι συμφωνούσαν με την ορθότητα της πανάρχαιας ακινησίας
και τις ευεργετικές συνέπειες της μούχλας

τα μάτια του στο χώμα
κι όμως έψαχναν μέσα στο άγνωστο πλήθος
θες από συνήθεια θές από ανάγκη
νοσταλγούσε εκείνες τις μικρές βόλτες
που γαλήνευαν τις άγριες κλίσεις,…
βούρκωνε
κι όμως είχαν όλα σβηστεί_ σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ

ο τοίχος νοτισμένος ξερνούσε ένα ένα
όλα τα παλιά ποιήματα
τ’ διώχνε πίσω στο χώμα

ξαφνικά ένοιωσε πυρακτωμένα βλέμματα
συστοιχίες ενωμένων καθηκόντων σκάναραν την όψη
στο θάμπος του σπαθιού του έψαχναν τη στομωμένη κόψη
διερευνούσαν χαιρέκακα πιθανή ανακωχή,
μια τακτοποίηση
ήθελαν να ησυχάσουν κι αυτοί
να ξαποστάσει κι η δόλια η σκιά
να ξεκάνουν γρήγορα γρήγορα με την υπέρβαση…

ξανθά μαλλιά κομμωτηρίου με γυριστές μπούκλες σφραγισμένες με λακ
φτηνές απομιμήσεις μεσημεριανής μελέτης
τη συνόδευαν
φουσκωμένα κρέατα γυμναστηρίου
σχημάτιζαν τοίχος προστασίας
μην ξεφύγει ίχνος μετριότητας κι αναμετρηθεί με την αλήθεια
δίπλα οι πατριαρχικοί πυλώνες
παλιά και νέα πηλίκια σε παράταξη
η σκιά χλεύασε
-έκανε κιόλας την αντικατάσταση,…
σε λυπάμαι καημένε
η άλλη σκιά_  μετανιωμένη υπέρβαση
δεν καταδέχτηκε στιγμή
καιρός καθηκόντων ενέσκηψε βαρύς

το ψέμα με την αλήθεια αγκαλιά
στην ίδια τη μεριά


εμένα λυπάστε;;;;


Ήταν Κυριακή

Ο γκρεμός γύρω τον είχε κυκλώσει
Ο τοίχος που ακουμπούσε την πλάτη
νοτισμένος κατέρρεε…
Όλες του οι λέξεις χιλιοφορεμένες
Όλες οι διέξοδοι κομμένες;

Άρπαξε εκείνο το παλιό χαμόγελο
ένα ανθάκι πρώιμης Άρνησης

Και ελευθερώνοντας όλα του τα στοιχειωμένα ποιήματα
βούτηξε στο κενό….

Ξημέρωνε Κυριακή 2 Φλεβάρη 2014


…………………………………………………

Και τώρα όλες οι Κυριακές αλλιώτικες

Κι όλες οι μέρες φωτεινές

παλιά και νέα συμβόλαια
ανήμπορα//////

ταχύτητα διαφυγής
να χωριστεί από το χθες

Μόνο Μπροστά!

2 Φλεβάρη 2017









Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Υπεραστικοί: "Μπήκαν στο χωριό τα ΜΑΤ"



Μπήκαν στο χωριό τα ΜΑΤ 



Μπήκαν στο χωριό τα ΜΑΤ, δίπλα στο Ξηροποτάμι
έξι κλούβες με σκυλιά που 'στειλαν τ' αφεντικά.
Σηκωθείτε χωριανοί κι οι γερόντισσες κι οι γέροι,
μπρος στου Δένδια το ασκέρι δείξτε μπόι, λεβεντιά.

 Τ' άγρυπνο το δάκρυ αυτό δεν είν' απ' τα δακρυγόνα,
περιμένει μες στα χρόνια άγριο ξεσηκωμό.
 Η Μεγάλη Παναγιά κι η Ιερισσός στο πόδι
π' όρμηξαν τούτοι οι διαβόλοι να μας σκιάξουν, χωριανοί.

Οι καμπάνες στα χωριά να σημάνουνε,
αδέρφια, για της εταιρείας τα κέφια, ύδωρ θέλουνε και γη.
 Τ' άγρυπνο το δάκρυ αυτό δεν είν' απ' τα δακρυγόνα,
περιμένει μες στα χρόνια άγριο ξεσηκωμό.

 Όχι πια λευκές σημαίες σαν τον τόπο μας ρημάζουν,
για τα κέρδη αυτοί σκυλιάζουν, 'μείς για ανθρώπινη ζωή.
Τούτο το στρατό τον ξε'με, χτύπαγε και τους εργάτες,
φοιτητές και ναυτεργάτες, το λαό που αγωνιά.

 Τ' άγρυπνο το δάκρυ αυτό δεν είν' απ' τα δακρυγόνα,
περιμένει μες στα χρόνια άγριο ξεσηκωμό.
 Πάμε τώρα στις φωτιές και μαζί κι οι μουζικάντες,
ν' αρματώνονται οι καρδιές με νταούλια και φωνές.

Κι οι λεβέντικες καρδιές μας ν' αρματώνουν τις γροθιές,
να ριχτούμε στον αγώνα για το δάσος στις Σκουριές.
Τ' άγρυπνο το δάκρυ αυτό δεν είν' απ' τα δακρυγόνα,
 περιμένει μες στα χρόνια άγριο ξεσηκωμό.

 Υπεραστικοί Μάρτης 2013